Ετυμολογία:
[λατιν. optimum, υπερθ. του bonus (= καλός)]
Ερμηνεία:
επιθ./ους. Βέλτιστος, άριστος | το βέλτιστο (σημείο, κατάσταση, βαθμός, όριο)
(το) άκλ. ουσ. το άριστο, το καλύτερο | (οικον.) ευνοϊκή θέση, κατάσταση για την επίτευξη ορισμένου αντικειμενικού σκοπού, η βέλτιστη λύση ή επιλογή
Ετυμολογία:
[γαλλ. optimisme, λατιν. optimus (= άριστος), υπερθ. του bonus]
Ερμηνεία:
(ο) ουσ. φιλοσ. θεωρία κατά την οποία ο κόσμος έχει άριστα, αισιοδοξία
Ετυμολογία:
[γαλλ. optimiste]
Ερμηνεία:
(ο) ουσ. θηλ. οπτιμίστρια οπαδός του οπτιμισμού, αισιόδοξος